Οι στατίνες είναι φάρμακα που χρησιμοποιούνται ευρέως για την μείωση των επιπέδων χοληστερόλης στο αίμα και για την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων (όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου, τα ισχαιμικά αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, η απόφραξη περιφερειακών αρτηριών). Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 συνοδεύεται από δυσλιπιδαιμία (διαταραχές μεταβολισμού των λιπιδίων) και επομένως οι στατίνες κατέχουν έναν μείζονα ρόλο στην πρόληψη των μακροπρόθεσμων καρδιαγγειακών επιπλοκών του διαβήτη και συνιστώνται για τους διαβητικούς ασθενείς ακόμη και αν έχουν φυσιολογικές τιμές λιπιδίων. Το 2012 ο Οργανισμός Διαχείρισης Τροφίμων κ Φαρμάκων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής εξέδωσε αλλαγές στην ετικέτα ασφάλειας των στατινών συμπεριλαμβάνοντας την προειδοποίηση ότι οι στατίνες αυξάνουν τα επίπεδα σακχάρου νηστείας στον ορό καθώς και τα επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης. Πολλές μελέτες που έγιναν σε ασθενείς με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο έδειξαν ότι οι στατίνες έχουν διαβητογόνο δυναμικό και το αποτέλεσμα σχετίζεται τόσο με τον τύπο της στατίνης όσο και τη δόση της. Οι συστάσεις από τους ερευνητές είναι ότι : "αν και οι στατίνες μπορεί να έχουν κίνδυνο πρόκλησης σακχαρώδη διαβήτη, έχουν περισσότερα μακροπρόθεσμα οφέλη για το καρδιαγγειακό μας σύστημα που τελικά υπερνικούν τον κίνδυνο αυτό". Οι στατίνες χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη εμφάνισης του πρώτου καρδιαγγειακού επεισοδίου (πρωτογενής πρόληψη) όσο και για την πρόληψη εμφάνισης νέων επεισοδίων μετά το αρχικό (δευτερογενής πρόληψη) ενώ μελέτες δείχνουν ότι έχουν μακροπρόθεσμα οφέλη μειώνοντας τη συνολική θνησιμότητα και τη θνητότητα. Ο τύπου 2 σακχαρώδης διαβήτης χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία ( αυξημένη τιμή σακχάρου στο αίμα), αντίσταση στην δράση της ινσουλίνης (η ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας και διατηρεί φυσιολογικά τα επίπεδα σακχάρου) και/ή ανεπαρκή έκκριση ινσουλίνης. Αυτή η αντίσταση στην ινσουλίνη δημιουργεί και το διαταραγμένο λιπιδαιμικό προφίλ στο διαβήτη τύπου 2 το οποίο χαρακτηρίζεται ως δυσλιπιδαιμία και συνήθως αποτελείται από αυξημένα τριγλυκερίδια, χαμηλή HDL ( η γνωστή ευρέως ως καλή χοληστερόλη) και υψηλή LDL ( η γνωστή ευρέως ως κακή χοληστερόλη). Όσο υψηλότερα τα επίπεδα της LDL στο αίμα τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος για καρδιαγγειακά νοσήματα μέσω της αθηρωσκλήρυνσης που προκαλεί στις αρτηρίες. Έτσι ελαττώντας τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης στο αίμα ελαττώνεται ο κίνδυνος για εμφράγματα και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, αποφρακτική νόσο των αρτηριών καθώς και οι θάνατοι από αυτά. Διάφορες μελέτες χορήγησης στατινών σε μη διαβητικούς ασθενείς έδειξαν ότι οι στατίνες μείωναν τον κίνδυνο καρδιακού επεισοδίου (στεφανιαία νόσο, έμφραγμα), του αγγειακού εγκεφαλικού καθώς και τους θανάτους από οποιαδήποτε αιτία. Διαπιστώθηκε όμως ταυτόχρονα ότι υπήρχε και αύξηση στην γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη και στην εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη για πρώτη φορά στους ασθενείς αυτούς. Άλλη μελέτη επίσης έδειξε ότι αυτό συνέβαινε πιο συχνά στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. Αυτό αποδόθηκε από τους ερευνητές σε αυτήν την κατηγορία φαρμάκου, δηλαδή σε όλες τις στατίνες αλλά στην πορεία περαιτέρω έρευνες διαπίστωσαν μία διαφοροποίηση ανάμεσα στις διαφορετικές στατίνες και τον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Έτσι, βρέθηκε ότι ίσως η θεραπεία με "ατορβαστατίνη" και "σιμβαστατίνη" αυξάνει περισσότερο τον κίνδυνο νέο-εμφανιζόμενου διαβήτη σε σχέση με την "πραβαστατίνη". Επιπλέον, η " πιταβαστατίνη" έχει δείξει θετικό προφίλ σε ασθενείς με γνωστό διαβήτη βελτιώνοντας της αντίσταση στην ινσουλίνη και επηρεάζοντας ελάχιστα τον μεταβολισμό του σακχάρου. Διαφορές διαπιστώθηκαν επίσης και στη δόση της στατίνης δηλαδή όσοι ελάμβαναν υψηλότερη δόση (εντατικοποιημένη) παρουσίαζαν μεγαλύτερο κίνδυνο για διαβήτη από όσους ελάμβαναν μέτριες δόσεις στατινών. Τι συστήνεται τελικά για τη χρήση των στατινών; Σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου (κάπνισμα, αρτηριακή υπέρταση, αυξημένη ηλικία, θετικό οικογενειακό ιστορικό, σακχαρώδη διαβήτη, δυσλιπιδαιμία κλπ) για να εμφανίσουν καρδιαγγειακή νόσο οι στατίνες προλαμβάνουν την εμφάνιση καρδιαγγειακού επεισοδίου κατά 8 φορές πιο πιθανά από το γεγονός ότι μπορούν να προκαλέσουν μία περίπτωση νέου διαβήτη. Συνεπώς το ποσοστό οφέλους και κινδύνου κλείνει υπέρ της χρήσης των στατινών. Μία μέτρια αύξηση στα επίπεδα σακχάρου του αίματος από τις στατίνες δεν θα είναι θέμα ανησυχίας αφού ελαττώνουν τη θνητότητα και τη θνησιμότητα από τις μακροαγγειακές επιπλοκές. Συμπερασματικά, στους ασθενείς με χαμηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο και δυσλιπιδαιμια:- να συστήνεται αρχικά τροποποίηση τρόπου ζωής και διατροφής, - να χορηγούνται με προσοχή οι στατίνες (ειδικά σε ασθενείς ηλικιωμένους, με μεταβολικό σύνδρομο ή προδιάθεση για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, - να είναι είμαστε ίσως λιγότερο επιθετικοί στην επίτευξη των επιθυμητών επίπεδων LDL χοληστερόλης και - να γίνεται τακτική παρακολούθηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Τέλος, σε ασθενείς με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο (πχ. διαβητικούς, με πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου ή ασθενείς με διεγνωσμένη καρδιαγγειακή νόσο) τα πλεονεκτήματα των στατινών ξεπερνούν τον κίνδυνο για ανάπτυξη σακχαρώδους διαβήτη. Επειδή σε αυτούς τους ασθενείς συνήθως δίνεται υψηλότερη δόση στατίνης συστήνεται να παρακολουθείται στενά ο ασθενής για την πιθανή εμφάνιση διαβήτη. Μοιραστείτε το άρθρο